14 Απρ 2016

Ούνα φάτσα, ανάδελφη ράτσα

Μια κοινότοπη παρατήρηση για τη σύγχρονη Ελλάδα είναι τα δύο πόδια που πατάνε ένα στη δύση κι ένα στην ανατολή. Το δυτικό στηρίζεται στο μεγάλο γείτονα, τον "καλό", αυτόν που αγαπήσαμε μέχρι που άρχισε να μας μοιάζει - στο πενταπλάσιο.


Μας άρεσε να ταυτιζόμαστε με την Ιταλία, εννοώ άρεσε στους προ- και προ-προ-παππούδες μας, στους Έλληνες του 19ου αιώνα που ζήτησαν σημείο αναφοράς σε κάτι δυτικό, όχι ανατολίτικο προς Θεού. Έξω οι αμανέδες, μέσα οι καντάδες, τα μαντολίνα και το κουμ κουάτ. Η εθνική της αναγέννηση, λίγο μετά από την δική μας, τόνωσε την αίσθηση της κοινής πορείας - εκατέρωθεν του Ιονίου μάλιστα, αν θυμηθούμε τους γαριβαλδινούς εθελοντές στις πολεμικές περιπέτειες των Ελλήνων μεταξύ 1897 και 1914.


Είναι εντυπωσιακό το πώς ξεθώριασε η μνήμη του ιταλικού αλυτρωτισμού και των όσων αυτός προκάλεσε στη χώρα μας και τη γύρω περιοχή στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Προσωπικά - και δεν νομίζω ότι είμαι ο μόνος - μεγάλωσα με την απλοϊκή εξιστόρηση ότι οι Γερμανοί ήταν οι σκληροί κατακτητές και οι Ιταλοί κατά βάση καλοί και ανθρώπινοι, αν όχι και λίγο φλώροι. Είναι γεγονός ότι τα ναζιστικά εγκλήματα σημάδεψαν την παγκόσμια ιστορία, όπως έχουν σημαδέψει και την Ελλάδα συγκεκριμένες τραγωδίες από γερμανικά χέρια, το 1943-44 κυρίως. Αυτό που με εντυπωσιάζει είναι η μάλλον μικρή επίδραση των όσων έζησε συστηματικά, έντονα και οδυνηρά η Ελλάδα και πολλοί ελληνικοί πληθυσμοί εξαιτίας του ιταλικού ιμπεριαλισμού - και όχι μόνο του Ντούτσε.


Η νέα μεγάλη δύναμη που προέκυψε από τη συνένωση των παλαιότερων κρατών μεταξύ Άλπεων και Σικελίας δεν έκανε κάτι διαφορετικό από την Ελλάδα και άλλες χώρες: Προσπάθησε να ενώσει στην κυριαρχία της και τους πληθυσμούς που έμεναν εκτός συνόρων, συνήθως ανακατεμένοι με άλλους και όχι πάντα πλειοψηφικοί στη διεκδικούμενη περιοχή. Η διαφορά είναι ότι η χώρα των πολλών δεκάδων εκατομμυρίων - που δεν της έλειπαν βιομηχανίες και ναυπηγεία - ήταν υπολογίσιμη στρατιωτικά, τόσο που δεν δίστασαν να της υποσχεθούν λαγούς με πετραχήλια οι αγγλογάλλοι για να την πάρουν μαζί τους στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Οι Ιταλοί προστέθηκαν έτσι στις χώρες που απέκτησαν βλέψεις επί της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που έδειξαν νωρίς καταλαμβάνοντας τα Δωδεκάνησα πριν ακομη η Ελλάδα οργανώσει τη δική της απελευθερωτική επίθεση στα Βαλκάνια και το Αιγαίο.


Η αλληλεγγύη της Ιταλίας προς την Ελλάδα είχε δώσει τη θέση της στον ανταγωνισμό, που συχνά πήρε τη μορφή σύγκρουσης. Οι αντικρουόμενες αγγλογαλλικές υποσχέσεις προς Ιταλία και Ελλάδα - γιατί κι εμείς με την υπόσχεση της Μικρασίας συνταχθήκαμε με την Αντάντ - έπαιξαν το ρόλο τους. Στη Σμύρνη το 1919 αποβιβαστήκαμε όταν μάθαμε ότι οι Ιταλοί κινήθηκαν για να αποδείξουν ότι η γκιαούρικη μητρόπολη ήταν στα "περίχωρα" της Αττάλειας, της μόνης μικρασιατικής πόλης που ρητώς τους είχε αποδοθεί ως επίκεντρο μιας ασαφούς ζώνης επιρροής. Στη διάρκεια του πολέμου 1919-22, Ιταλοί και Έλληνες συναντιόνταν, όχι πάντα ανώδυνα, στην κοιλάδα του Μαιάνδρου. Τα πραγματικά δύσκολα όμως άρχισαν αμέσως μετά την καταστροφή, όταν έγινε σαφές ότι το φρενάρισμα της ταλαιπωρημένης Ελλάδας έδινε πεδίο δόξης λαμπρό στον ιταλικό επεκτατισμό.


Αν ο ναζισμός ήταν απόρροια οργής από την ταπείνωση της ηττημένης Γερμανίας, ο ιταλικός φασισμός προέκυψε από το παράπονο του αχόρταγου αλλά όχι δικαιωμένου νικητή. Τα Δωδεκάνησα και η Τεργέστη με την Ιστρία δεν θεωρήθηκαν επαρκής επιβράβευση για μια χώρα που, αντικειμενικά μιλώντας, έμεινε γνωστή στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο κυρίως για τη νίλα στο Καπορέττο (Κόμπαριντ της Σλοβενίας σήμερα) παρά για οποιοδήποτε κατόρθωμα. Ο φασισμός δεν ήταν παιδί κυρίως της οικονομικής κρίσης, που στη Γερμανία έφερε την πολιτική αστάθεια και τη σταδιακή άνοδο ενός περιθωριακού κινήματος οργής τύπου σημερινής Χρυσής Αυγής. Οι διάφοροι ντούτσε επικράτησαν νωρίς. Ντούτσε ήταν ο Ντ' Ανούντσιο, λογοτέχνης που πρωτοστάτησε στο κίνημα του Φιούμε, την ταραχή που οδήγησε στη σταδιακή ενσωμάτωση της σημερινής Ριέκας στην Ιταλία παρά τις αρχικές συμφωνίες. Ο δε γνωστότερος ντούτσε, το μετέπειτα "κορόιδο" διά στόματος Βέμπο, κατέλαβε για πλάκα με στρατεύματά του την Κέρκυρα για ένα μήνα το 1923, με αφορμή ένα μάλλον προβοκατόρικο ελληνοαλβανικό μεθοριακό επεισόδιο. Λέγεται ακόμη ότι ιταλικής έμπνευσης ήταν το περίεργο τριήμερο περιστατικό αυτονόμησης της Σάμου - γειτονικής στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα -  δυο χρόνια μετά (Ιούνιος 1925).


Τα στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα μεταξύ 1941-43 ήταν κυρίως ιταλικά. Μόνο με λουλούδια δεν αντιμετώπισε το ιταλικό ιππικό τους διαδηλωτές της 25ης Μαρτίου 1943. Βιαιότητες υπήρξαν και αλλού, όχι μόνο κατασταλτικές αλλά και με συγκεκριμένες στοχεύσεις, συμπεριλαμβανομένης της ουσιαστικής προσάρτησης των Επτανήσων καθώς και της στήριξης ενός φιλοϊταλικού βλάχικου κινήματος στην Πίνδο. Ωστόσο, στη συλλογική μνήμη οι καλοκάγαθοι γείτονές μας παίρνουν κιθαρίτσες και τραγουδάνε μαζί με τους Έλληνες, μέχρι να χαλάσουν τη γαλήνη όλων οι βάναυσοι Φριτς με τα αυτόματα και τα ράους.


Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας την έκανε διεθνώς συμπαθέστερη, όπως και το προφίλ της ήπιας ισχύος που επέδειξε συστηματικά στη μεταπολεμική περίοδο. Οι Έλληνες όπως ήταν φυσικό την προτιμούσαν για σπουδές, για πρόσβαση στη Δύση, ως υπόδειγμα για το τι μπορεί να γίνει μια μεσογειακή χώρα, ως τόπο πολιτισμού, μόδας και γευσιγνωσίας. Οι όποιες μνήμες, μετά από τόσα άλλα εντονότερα που μεσολάβησαν, ξεθώριασαν αρκετά ώστε πόλεις που έχασαν κόσμο στους βομβαρδισμούς του '40 να πανηγυρίζουν ξέφρενα τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες της Εθνικής Ιταλίας μία και δύο γενιές αργότερα.


Μην παρερμηνεύετε αυτά που διαβάζετε. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη λήθη - τη θεωρώ υγιέστατη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μόνο, να, μου φαίνεται κομμάτι επιλεκτική. Δεν τη βλέπω να εφαρμόζεται γενικότερα, αν κρίνω από διάφορες εμμονές για γεγονότα ή και λόγια που δεν τα πρόλαβε πια κανείς εν ζωή Έλληνας - με απόσταση ενός ή περισσότερων αιώνων. Ας παραδεχτούμε ότι στην Ιταλία έχουμε βρει την σταθερά αγαπημένη μας μεγάλη χώρα, που με μεγαλοψυχία μας αφήνει να νομίζουμε ότι είμαστε "ούνα ράτσα, ούνα φάτσα", ξέροντας ότι την επόμενη ώρα θα θυμηθούμε αυτάρεσκα, τρομάρα μας, πόσο ανάδελφον έθνος είμεθα.




Στη φωτό η Ριέκα, πρώην Φιούμε. Και τα δύο ονόματα της πόλης σημαίνουν ποτάμι, το διερχόμενο που μεσοπολεμικά - μετά τις ταραχές - αποτελούσε το σύνορο Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας.





Δεν υπάρχουν σχόλια: