1 Ιουν 2014

Μακριά κι αγαπημένοι

Πάρκαρα δίπλα στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, κάθησα δύο ώρες στον τεμπελοκαφενέ κι όλα φαίνονταν συμπαθητικά. Ήμουν τουρίστας, τώρα πια με τη βούλα, στην πόλη όπου γεννήθηκα. Η απομάκρυνση επισημοποιήθηκε με τη μεταδημότευσή μου. Έχει όμως συντελεστεί από παλιά. Η ψυχή μου δεν ανήκει στην πρωτεύουσα (με εξαίρεση ένα κομμάτι μου που ακόμα παραμένει, νοσταλγικά, στον Πειραιά). Δεν θυμάμαι πότε πρωτοσκέφτηκα να φύγω. Τα τελευταία 10 χρόνια, που είχα την τύχη να ζήσω έξω από το λεκανοπέδιο, μπορώ να μιλήσω για όλα αυτά που με χαρά άφησα πίσω μου. Νομίζω ότι το πιο εκνευριστικό ήταν η μεγάλη διασπορά των σημείων ενδιαφέροντος - και συνεπώς, η μεγάλη δυσκολία που είχαν οι απλές, καθημερινές δραστηριότητες, που απαιτούσαν μία ώρα η καθεμία μόνο και μόνο για τη μετακίνηση. Αυτό είναι αναπόφευκτο σε μια μεγαλούπολη, ειδικά αν έχεις ζήσει πολλά χρόνια σ' αυτήν. Σπάνια θα είναι στην ίδια μεριά της το σπίτι σου, η δουλειά σου, οι καλύτεροι φίλοι σου, οι υποχρεώσεις σου και τα χόμπι σου. Κι όταν οι συγκοινωνίες της, ακόμη και μετά από τις βελτιωτικές ενέσεις (βλ. μετρό και αυτοκινητόδρομοι), υστερούν, το πράγμα γίνεται κουραστικό.

Εκεί στο κέντρο όμως, στη μάλλον στενή κατοικημένη "λωρίδα" ανάμεσα στην Ακρόπολη και το Λυκαβηττό, τα πράγματα (ειδικά το σαββατοκύριακο) μοιάζουν διαφορετικά. Ήμουν τουρίστας, είπαμε: έβλεπα τη βιτρίνα. Αγαπιέται έτσι η μεγαλούπολη - ίσως το μυστικό το κατέχουν αυτοί που διαλέγουν να μείνουν (και να εργάζονται) στο σωστό κομμάτι του κέντρου. Μειώνεις έτσι τις καθημερινές μετακινήσεις στο ελάχιστο (και τις κάνεις κοινωνικά, μέσω των ΜΜΜ*) και αφήνεις τις μακρινότερες για τις ελεύθερες μέρες.

Έλα όμως που το σωστό κομμάτι έχει κάπως συρρικνωθεί (με όριο ίσως κάπου στην Ιπποκράτους;). Για να μη μιλήσουμε για τη διαφορά μέρας και νύχτας. "Αγαπιέται" το αθηναϊκό κέντρο όταν δύσει ο ήλιος; Τι γνώμη έχει ο τουρίστας - ο πραγματικά αδαής επισκέπτης - που θα κλείσει δωμάτιο σε ξενοδοχείο αλυσίδας στην Πατησίων, την Πλατεία Καραϊσκάκη ή το Σταθμό Λαρίσης;

Τι είναι αυτό που κάνει την ψυχή μου να μαυρίζει όταν περνάω από την πρώτη μου γειτονιά (Πλατεία Αμερικής) ή την Αριστοτέλους και τη Σωκράτους, ακόμη και μέσα από την "ασφάλεια" ενός αυτοκινήτου με κλειδωμένες τις πόρτες, τόσο ώστε να ανυπομονώ πότε θα γίνει πράσινο το φανάρι μην τυχόν και σταθώ πάνω από μισό λεπτό ακίνητος;

Δύο πράγματα συμβαίνουν. Αφενός η παρακμή (που έκανε no-go μια περιοχή που κάποτε ήταν απλά dodgy, για να χρησιμοποιήσω την αγγλοσαξονική ορολογία**) επιδεινώνεται. Αφετέρου, εγώ ως "νεοεπαρχιώτης" έχω ξεμάθει - και ταυτόχρονα απογοητευτεί, βλέποντας γνώριμα μέρη να χειροτερεύουν όταν το ζητούμενο, παντού και πάντα, ήταν (για μένα) η πρόοδος.

Είναι όμως γεγονός ότι γύρω από αυτή τη μεγαλούπολη περιστρεφόμαστε ακόμη κι εμείς που κατοικούμε σε μια από τις πόλεις-δορυφόρους, κι έτσι δεν έχουμε την πολυτέλεια να αδιαφορήσουμε για τη μοίρα της πρωτεύουσας, ακόμη κι αν επιλέξαμε να μείνουμε "μακριά κι αγαπημένοι".

* ΜΜΜ = μέσα μαζικής μεταφοράς
** dodgy = ψιλοεπικίνδυνη, no-go = απαγορευτικά επικίνδυνη (η απλοϊκή μου ερμηνεία)

Στη φωτό, ξενοδοχείο κοντά στην Πλατεία Κάνιγγος (στη στροφή των τρόλλεϋ)