22 Μαΐ 2014

Magna Graecia

Το φθινόπωρο του 2004 κοιμόμουν και ξυπνούσα δύο μόλις τετράγωνα μακριά από τη θάλασσα. Το μπαλκόνι του διαμερίσματός μας δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, συνέχισε όμως να μας φιλοξενεί μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, πράγμα αδιανόητο παλιότερα. Δεν είχαμε μετακομίσει στους τροπικούς. Ήταν όμως η πρώτη μας "σαιζόν" έξω από τη μεγαλούπολη. Η πρώτη από πολλές, όπως αποδείχτηκε.

Ήταν η εποχή που ανακάλυψα, ανάμεσα σε πολλά άλλα, και τη Σικελία, μέσα από DVD - προσφορά εφημερίδας - με τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο, βασισμένο σε μυθιστορήματα του εξαιρετικού Αντρέα Καμιλέρι. Ο Λούκα Τζινγκαρέτι ενσάρκωνε (ενσαρκώνει, ακόμη και σήμερα στο RAI) έναν "αστυνόμο" ανθρωπιστή, ευαίσθητο, προοδευτικό και ταυτόχρονα ξύπνιο, τσαντίλα και flirtatious. Έναν ιδανικό ευρωπαίο του νότου, που κολυμπούσε κάθε πρωί στην παραλία κάτω από το φανταστικό διώροφο σπίτι.















Σε αντίθεση με αυτό το όψιμο role model, δεν έχω ακόμα βρει κατοικία σε εξίσου βολική θέση, δηλαδή δίπλα σε "κολυμβήσιμη" θάλασσα. Υπάρχουν τέτοιες, αλλά συνήθως μας τα χαλάει η τιμή τους ή η απόσταση από τις ταπεινές καθημερινές μας ανάγκες - ξέρετε: σχολεία παιδιών, μινιμάρκετ, ΑΤΜ... Κατά τα άλλα όμως, έχω βρει την ελληνική Σικελία. Ξέρετε πού. Κάτω από το αυλάκι.












Δείτε το χάρτη. Τα "νησιά" είναι συγκρίσιμου μεγέθους. Στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος, με την ίδια πάνω-κάτω πολιτιστική ιστορία (ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, χριστιανισμός, αρβανίτες, λίγοι σλάβοι παραπάνω εδώ, λίγοι σαρακηνοί παραπάνω εκεί) και με κοινά βιώματα πολέμου, φτώχειας, μετανάστευσης (και κουτσομπολιού). Εντάξει, το θηρίο ηφαίστειό τους στην Αίτνα είναι καλύτερο από το γιαλαντζί δικό μας στα Μέθανα. Εμείς, από την άλλη, ενώσαμε το νησί με την υπόλοιπη Ευρώπη - έστω κι απ' τη μεριά που δεν πατάει κανείς - με μια γέφυρα στολίδι, χωρίς να τσιμεντάρει η (ψόφια, εδώ, αν και όχι ανύπαρκτη) μαφία τα πόδια του μάστορα, όπως θρυλείται ότι έγινε μεταξύ Ρέτζιο και (σιτσιλιάνικης) Μεσσήνης.



















"Δεν έχεις ζήσει αρκετή Σικελία στη ζωή σου;" με ρώτησε ένας (καταυλακιώτης) φίλος, όταν συζητούσαμε την ιδέα κοινών οικογενειακών διακοπών στο μεγαλύτερο πραγματικό νησί της Μεσογείού. Μάλλον ναι, αλλά δεν τη χορταίνω. Το κατάλαβα χθες βράδυ, που ένα δορυφορικό κανάλι έδειξε τη Μπααρία του Τορνατόρε. Ο Γκάρντιαν είχε βρει βαρετή την αφήγηση της ιστορίας ενός μεταπολεμικού σικελού που επιβίωσε (μέχρι να τον ζώσουν τα φίδια) ανάμεσα στους θείους Τάδε και Δείνα, το κόμμα (και τα αποκόμματα), την περιστασιακή απασχόληση και την πολυμελή οικογένεια. Ο Γκάρντιαν - και κυρίως η πόλη στην οποία τον διάβαζα, όρθιος στο λονδρέζικο μετρό, γυρίζοντας τις σελίδες με δυσκολία μια και δεν ήταν ταμπλόιντ - είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου. Σημαντικό, όσο και τα δέκα τελευταία χρόνια στη βόρεια Πελοπόννησο. Παντού θα επιβιώσουμε. Παντού θα βρω κάτι να αγαπήσω. Ακόμη και μακριά από τα γνώριμα μέρη που σου επιτρέπουν (και σε εμπνέουν) να είσαι τη μισή χρονιά στη θάλασσα / στο μπαλκόνι, χωρίς να τουρτουρίζεις.